πλημμελής

πλημμελής
-ές, ΝΜΑ
νεοελλ.
ελλιπής (α. «πλημμελής εργασία» β. «πλημμελής εκτέλεση καθήκοντος»)
μσν.-αρχ.
1. παράφωνος
2. λαθεμένος, ελαττωματικός
3. δυσάρεστος, προσβλητικός.
επίρρ...
πλημμελώς / πλημμελῶς, ΝΜΑ
κατά τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. < πλήν* + μέλος «άσμα, ωδή» (πρβλ. εμ-μελής), η οποία δήλωνε αρχικά τον παράφωνο και στη συνέχεια διευρύνθηκε σημασιολογικά παίρνοντας τη σημ. «αυτός που διαπράττει σφάλμα, λανθασμένος, ελαττωματικός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλημμελής — out of tune masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, λειψός, ελαττωματικός: Πλημμελής συγκοινωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλημμελῇς — πλημμελέω make a false note in music pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμελῆ — πλημμελής out of tune neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλημμελής out of tune masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλημμελής out of tune masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμελέστερον — πλημμελής out of tune adverbial comp πλημμελής out of tune masc acc comp sg πλημμελής out of tune neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμελές — πλημμελής out of tune masc/fem voc sg πλημμελής out of tune neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμελοῦς — πλημμελής out of tune masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμελέσι — πλημμελής out of tune masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμελῶς — πλημμελής out of tune adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμελεστάτας — πλημμελεστάτᾱς , πλημμελής out of tune fem acc superl pl πλημμελεστάτᾱς , πλημμελής out of tune fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”