- πλημμελής
- -ές, ΝΜΑνεοελλ.ελλιπής (α. «πλημμελής εργασία» β. «πλημμελής εκτέλεση καθήκοντος»)μσν.-αρχ.1. παράφωνος2. λαθεμένος, ελαττωματικός3. δυσάρεστος, προσβλητικός.επίρρ...πλημμελώς / πλημμελῶς, ΝΜΑκατά τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. < πλήν* + μέλος «άσμα, ωδή» (πρβλ. εμ-μελής), η οποία δήλωνε αρχικά τον παράφωνο και στη συνέχεια διευρύνθηκε σημασιολογικά παίρνοντας τη σημ. «αυτός που διαπράττει σφάλμα, λανθασμένος, ελαττωματικός»].
Dictionary of Greek. 2013.